- προσλιπαρώ
- προσλιπαρῶ, -έω, ΝΑ1. ζητώ κάτι φορτικά και επίμονα2. (κατ' επέκτ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύωαρχ.1. διαμένω κάπου2. ασχολούμαι με κάτι αδιαλείπτως3. επιμένω να κάνω κάτι4. ασχολούμαι πρόθυμα με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + λιπαρῶ «επιμένω, ικετεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.